- ἀρτίων
- ἄρτιοςcompletefem gen plἄρτιοςcompletemasc/neut gen plἀρτάωfasten topres part act masc nom sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TETRACHORDUM — instrumentum Orphei 4. chordis, unde nomen, constans, quorum sonis permixtis suavissimus edebatur sonus. Figurabat IV. Elementorum concordem discordiam, quorum concursu mixta omnia generantur, hôc modô: Chorda ὑπάτη ὑπάτων sonum edebat… … Hofmann J. Lexicon universale
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
αναλλοίωτος — Στα μαθηματικά, έστω μία ομάδα (σύμπλεγμα) G μετασχηματισμών του επιπέδου, του χώρου ή, γενικότερα, ενός συνόλου, έστω E, στον εαυτό του. Μία έννοια ή μία ιδιότητα –που αφορά ένα σχήμα του επιπέδου, του χώρου ή του συνόλου E– ονομάζεται α. ως… … Dictionary of Greek
εναντιώνυμος — ἐναντιώνυμος, ον (Α) (για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος περιττός … Dictionary of Greek
μεσευθύς — μεσευθύς, ύ (Α) ο αριθμός που βρίσκεται μεταξύ τών ευθέων και τών αρτίων, που, κατά τους Πυθαγορείους, ήταν ο αριθμός 6 επειδή απείχε ίση απόσταση από τους αριθμούς 2 και 10, δηλαδή από τον πρώτο και τον τελευταίο άρτιο αριθμό στη δεκαδική… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
πτερύγια — Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν… … Dictionary of Greek
πυθαγόρεια σχολή — Μια από τις σπουδαιότερες φιλοσοφικές σχολές της αρχαίας Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Πυθαγόρα και έζησε πάνω από δέκα αιώνες, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και περιόδους κατάπτωσης. Μεταξύ των άμεσων μαθητών του Πυθαγόρα, των λεγόμενων… … Dictionary of Greek